λίσσεο

λίσσεο
λίσσομαι
beg
pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
λίσσομαι
beg
imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”